-
1 εξομματοω
1) открывать (кому-л.) глаза, делать зрячим2) открывать, являть, делать очевидным(φλογωπὰ σήματα Aesch.)
3) лишать глаз, ослеплять(τινα Eur.)
См. также в других словарях:
φλογωπός — όν, ΜΑ αυτός που έχει όψη φλόγας, ο φλογώδης μσν. μτφ. (για τα μάτια σε κατάσταση θυμού) φλογερός αρχ. φρ. «φλογωπὰ σήματα» οιωνοί που φανερώνονται από τη φωτιά (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόγωψ, ῶπος με μετάβαση στη θεματική κλίση σε ος, ον] … Dictionary of Greek